- νυστατίνη
- η(φαρμ.) εμπορική ονομασία φαρμακευτικού σκευάσματος, αντιμυκητικού αντιβιοτικού που χρησιμοποιείται κατά τών κανδιδώσεων τού στόματος, τού κόλπου, τού γαστρεντερικού σωλήνα και τού δέρματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nystatine από τα αρχικά New York State, όπου παρασκευάστηκε το φάρμακο].
Dictionary of Greek. 2013.